ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΙΑΔΗ
Είναι οι διακριτικές παρουσίες στα σπίτια εύπορων που μεριμνούν για τα πάντα· καθαρίζουν το σπίτι, φροντίζουν τον κήπο, νανουρίζουν τα βρέφη, διαβάζουν στα μεγαλύτερα αδέλφια τους παραμύθια στα αγγλικά, έτσι, ώστε οι γονείς-εργοδότες τους να αφιερώνονται απερίσπαστοι στην εργασία και στην καριέρα τους. Οι Φιλιππινέζες οικιακές βοηθοί πέρα από (ας το πούμε έτσι) status symbol της εποχής των παχιών αγελάδων, αποτελούν από μόνες τους ένα success story: είναι η μακροβιότερη εθνοτική ομάδα εργαζομένων στην Αθήνα, καθώς μεταναστεύουν στη χώρα μας κυρίως μέσω διακρατικών συμφωνιών ήδη από το '80 και διατηρούν έκτοτε σταθερή παρουσία. Επίσης, αν και χαμηλών τόνων, αποδεικνύονται περισσότερο δυναμικές από άλλες μετανάστριες. Εχοντας, μάλιστα, αποκτήσει το «καλό όνομα» για τη δουλειά τους, ακολουθούν εξασφαλίζοντας σαφώς μικρότερες από άλλες μετανάστριες μισθολογικές απώλειες· όλα αυτά, όμως, εν Ελλάδι.
Οργανωμένη κοινότητα
«Εν μέρει η ευημερία τους οφείλεται στην καλά οργανωμένη κοινότητα και στα σωματεία τους επικρατεί ομόνοια και αλληλοϋποστήριξη» επισημαίνει στην «Κ» ο δρ Δημήτρης Παρσάνογλου, που διδάσκει στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Ενας εκ των παλαιότερων συλλόγων Φιλιππινέζων, ο Kasapi Hellas, διέθετε ανέκαθεν ταμείο αλληλοβοήθειας, από το οποίο δίνεται οικονομική υποστήριξη σε όποιο μέλος μείνει άνεργο. Ο Kasapi πρωτοστάτησε ήδη από το '80 στην καμπάνια για τα δικαιώματα της δεύτερης γενιάς μεταναστών, όπως και στη διεθνή προσπάθεια για την ενσωμάτωση της οικιακής εργασίας στη σύμβαση 189 του International Labour Organization, κάτι που επετεύχθη το 2011. «Πολλές από τις γυναίκες ήρθαν το '80 από τις Φιλιππίνες για να ξεφύγουν από τη δικτατορία του Μάρκος, συνεπώς ήταν πολιτικοποιημένες», υπενθυμίζει ο καθηγητής Κοινωνιολογίας.
Σήμερα, ζουν ως επί το πλείστον στους Αμπελόκηπους, αλλά και στην Κυψέλη, στην πλατεία Αμερικής και στα Ιλίσια, ενώ αριθμούν από 15.000 έως 20.000 άτομα, στη συντριπτική πλειονότητα στην Αθήνα. Μέχρι πρόσφατα διέθεταν δικό τους δημοτικό σχολείο, σήμερα λειτουργεί μόνον ο παιδικός τους σταθμός. Συναντιούνται τακτικά, στην καθολική εκκλησία και σε πλήθος δικών τους εκδηλώσεων. «Η κοινότητα υπερεκπροσωπείται από γυναίκες, που ήταν εξαρχής ορατές, αφού ήταν εκείνες που έπαιρναν την απόφαση της μετανάστευσης», συμπληρώνει ο ίδιος, «οι άνδρες τις ακολουθούσαν, συνήθως μέσω της οικογενειακής επανένωσης».
Φυσικά, η ζωή τους στην Αθήνα δεν είναι ανέφελη. «Η κρίση επηρέασε και εμάς, σήμερα οι μηνιαίες αποδοχές μας προσδιορίζονται σε 650 ευρώ» αναφέρει στην «Κ» η Ντέμπορα Κάρλος, εκ των ιδρυτικών μελών του Kasapi. «Πολλοί διαπιστώνουμε με καθυστέρηση ότι οι εργοδότες δεν έχουν καταβάλει το ΙΚΑ, κάτι που έχει συνέπεια στα νομιμοποιητικά έγγραφα» διευκρινίζει, «επίσης, είναι πλέον δύσκολο για συμπατριώτες μας να έλθουν στην Ελλάδα». Αυτό αποτυπώνεται και στα χαρτιά: σήμερα μόλις 10.999 άνθρωποι από τις Φιλιππίνες έχουν άδεια παραμονής σε ισχύ, εξ αυτών 7.862 είναι γυναίκες. Ωστόσο, η πλειονότητα διαθέτει επισφαλείς τύπους άδειας παραμονής – για παράδειγμα, μόνο 540 έχουν αόριστης διάρκειας. «Αυτό που συνέβη στην Κύπρο μας έχει σοκάρει όλες», καταλήγει η κ. Κάρλος. Για τους Φιλιππινέζους των Αθηνών η πιο σοβαρή έως σήμερα απειλή υπήρξε η άνοδος της Χ.Α. το διάστημα 2010-12.
Οι συνθήκες ζωής, όμως, των Φιλιππινέζων στην Κύπρο, όπου ξεκίνησαν να μεταναστεύουν δέκα χρόνια αργότερα, διαφέρουν σημαντικά. «Το ισχύον σύστημα ομοιάζει του βρετανικού, διατηρεί αποικιοκρατικά κατάλοιπα και θυμίζει το kafala, που εφαρμόζεται στις αραβικές χώρες, όπου ο ξένος εργαζόμενος εξαρτάται πλήρως από τον εργοδότη του», εξηγεί στην «Κ» ο δρ Νίκος Τριμικλινιώτης, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας και επικεφαλής του Κέντρου για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα. Οι συμβάσεις εργασίας τους δεν υπάγονται στο υπουργείο Εργασίας, αλλά στο υπουργείο Εσωτερικών. Η δε άδεια παραμονής των γυναικών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οικογένεια, για την οποία έχουν δεσμευθεί εγγράφως ότι θα εργαστούν για τα επόμενα 4 ή 5 χρόνια. «Το 2005 είχα καταγγείλει το κείμενο της σύμβασης, όπου αναφερόταν ρητά ότι “απαγορευόταν να έχουν πολιτική ή άλλη δράση”, μια ρήτρα που αντιβαίνει στο Σύνταγμα» επισημαίνει ο ίδιος, «αν και εν συνεχεία το κείμενο είχε διορθωθεί, το υπουργείο Εσωτερικών διατηρεί σε ισχύ και τις δύο συμβάσεις». Συνεπώς, δεν έχουν κανένα σωματείο ή άλλου είδους συνδικαλιστική οργάνωση· όχι μόνον οι Φιλιππινέζες αλλά και άλλες μετανάστριες από τρίτες χώρες, όπως από Σρι Λάνκα, Ινδία (το χριστιανικό τμήμα), Βιετνάμ και Νεπάλ.
«Η μαυρού μας»
Το γεγονός ότι εξακολουθεί η οικιακή εργασία να υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών δηλώνει πολλά. «Δεν αντικατοπτρίζει τον σύγχρονο κόσμο εργασίας, οι γυναίκες αυτές εξακολουθούν να θεωρούνται εξάρτημα της εκάστοτε κυπριακής οικογένειας και ονομάζονται “οικιακή βοήθεια”». Είναι ενδεικτικό ότι τα παιδιά τις αποκαλούν «η μαυρού μας», «η δούλα μας» ή στην καλύτερη των περιπτώσεων «η υπηρέτριά μας». Η ύπαρξη οικιακής βοηθού στα σπίτια είναι αρκετά συχνή – πέρα από τις εύπορες οικογένειες, δικαιούνται να αιτηθούν έκδοσης βίζας για εσωτερική βοηθό ακόμα και ηλικιωμένοι, που λαμβάνουν σχετικό επίδομα για τον μισθό της. «Διαθέτουμε ισχνό κοινωνικό κράτος και οι ξένοι εργαζόμενοι γίνονται τα δεκανίκια του» υπογραμμίζει ο ίδιος.
Οι εν λόγω εργαζόμενες, φτάνοντας στην Κύπρο, είναι ήδη υπερχρεωμένες, περί τις 2.500 ευρώ. «Καλούνται να πληρώσουν γραφεία ευρέσεως εργασίας στην πατρίδα τους αλλά και εδώ, ενώ υπάρχει και μια υπέρογκη εγγύηση που καταβάλλουν οι εργοδότες». Τις περισσότερες φορές, μαζί με τα μπαγκάζια τους, φέρνουν και «φακελάκια» για τους μεσάζοντες. Δεδομένου ότι ο μισθός τους είναι 400 ευρώ τον μήνα, η προοπτική να αποπληρώσουν τα χρέη είναι απατηλή. Είναι επίσης σχεδόν ακατόρθωτο να αλλάξουν εργοδότη ή τομέα εργασίας. «Υπάρχει μια επιτροπή, στην οποία προσφεύγουν σε περίπτωση σοβαρών προβλημάτων, ωστόσο το συνηθέστερο είναι να αποδράσουν είτε εργαζόμενες “μαύρα” αλλού είτε εκτός Κύπρου».
Η αστυνομία της Κύπρου έθετε ως προϋπόθεση για να ερευνήσει τις εξαφανίσεις γυναικών, η καταγγελία να γίνει από συγγενικό τους πρόσωπο. «Ωστόσο, αυτές οι γυναίκες δεν έχουν συγγενείς εδώ, ήταν οι φίλες ή μέλη της κοινότητάς τους που προσέφυγαν στην αστυνομία» τονίζει ο ίδιος, «εν συνεχεία, επικαλέστηκαν ότι εκείνες έφυγαν στα Κατεχόμενα, μια συνήθη εύκολη δικαιολογία στον τόπο μας σε πλήθος αδιεξόδων». Ο δράστης των δολοφονιών, αντίθετα, έχαιρε κοινωνικά αποδεκτού προφίλ και γνώριζε, όπως όλοι οι Κύπριοι, ότι τα θύματά του ήταν «αόρατα» για το σύστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου