Τον περασμένο Δεκέμβριο ολοκληρώθηκε το έργο «Αριάδνη», που είχε σκοπό την υποστήριξη διατομεακών διαδικασιών αστυνομικής αναφοράς για την πρόληψη και αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών, με συντονιστή εταίρο το ΚεΜεΑ (Κέντρο Μελετών Ασφαλείας) και με τη συμμετοχή του ΚΕΘΙ (Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας).
Το έργο είχε ως κεντρικό στόχο την υποστήριξη και ανάπτυξη της διατομεακής συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών αρχών και άλλων υπηρεσιών και φορέων για την πρόληψη και αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών. Στο πλαίσιο του έργου διενεργήθηκε μια ποιοτική έρευνα με τη συμμετοχή γυναικών-θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, μια ποιοτική έρευνα με τη συμμετοχή αστυνομικών υπαλλήλων και μια ποσοτική έρευνα μεταξύ εμπλεκόμενων φορέων για την εκτίμηση του επιπέδου συνεργασίας των αρμόδιων φορέων με την αστυνομία σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν επιμορφωτικά σεμινάρια και επιμορφώθηκαν 200 αστυνομικοί στην αντιμετώπιση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, αφού δημιουργήθηκε εκπαιδευτικό υλικό τόσο για τους επιμορφωτές όσο και για τους ίδιους τους αστυνομικούς.
Η αναγκαιότητα του έργου
Οι δύο πρόσφατες γυναικοκτονίες – δολοφονίες, της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο και της Αγγελικής Πέτρου στην Κέρκυρα, με κίνητρο τον κοινωνικό έλεγχο της αυτοδιάθεσης του σώματος και των επιλογών των δύο γυναικών, ανέδειξαν μια πολύ σημαντική αδυναμία στη λειτουργία των αρμόδιων φορέων: Και τα δύο θύματα φαίνεται πως είχαν απευθυνθεί παλαιότερα στις αρχές, την αστυνομία και την εισαγγελία αντίστοιχα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Αυτά τα δύο περιστατικά δεν ήταν οι εξαιρέσεις στον κανόνα. Η εμπειρία, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, μετά την ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας και της γυναικείας κακοποίησης, δείχνει την επαναλαμβανόμενη αποτυχία των αστυνομικών μεθόδων να προσεγγίσουν ολιστικά τα φαινόμενα αυτά, αφού τα ποσοστά σύλληψης των ανδρών-δραστών κυμαίνονται μόλις μεταξύ 7% και 15%. Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, διότι συνήθης πρακτική των αστυνομικών αρχών είναι είτε η καθυστερημένη παρέμβαση είτε η προσπάθεια συμβιβασμού δράστη και θύματος και η αποφυγή ανάληψης ενεργού δράσης. Οι πιθανότητες αποτυχημένης αστυνομικής παρέμβασης αυξάνονται, εάν λάβει κανείς υπόψη την εργασιακή κουλτούρα των σωμάτων ασφαλείας, τα μέλη των οποίων προτιμούν να μετέχουν στη δίωξη κακοποιών και όχι σε τυποποιημένες γραφειοκρατικές διαδικασίες που στερούνται δράσης. Σύγχρονες μελέτες διαπιστώνουν ότι, ενώ το συνολικό ποσοστό των γυναικών που βιώνουν συστηματική βία κυμαίνεται στο 20% – 30% επισήμως, μόνο το μισό έρχεται σε επαφή με τις αστυνομικές αρχές, ενώ ελλιπείς κρίνονται οι καταγεγραμμένες αναφορές για τον αριθμό των δραστών κακοποίησης.
Στην Ελλάδα, ελλείψει επίσημων ερευνών, δεν υπάρχει σαφής εικόνα για τον τρόπο ανταπόκρισης των αστυνομικών αρχών σε παρόμοια περιστατικά. Γενικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη του ΚεΜεΑ, φαίνεται να υπάρχει πλημμελής τήρηση του νομικού πλαισίου, καθώς και ελλιπής συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς, τους επαγγελματίες υγείας και τις δομές υποστήριξης θυμάτων, παρότι, κατά τα λεγόμενα των γυναικών, η γενικότερη συμπεριφορά των αστυνομικών απέναντί τους είναι πολύ καλή (είναι ευγενικοί, πρόθυμοι κ.λπ.). Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι τα θύματα που κινητοποιούνται αναζητώντας βοήθεια απευθύνονται κυρίως σε φίλους και συγγενείς και λιγότερο στα Συμβουλευτικά Κέντρα ή στην αστυνομία.
Άλλο ένα σημαντικό εύρημα της έρευνας στο πλαίσιο του έργου «Αριάδνη» είναι το ποσοστό των αστυνομικών που απάντησαν θετικά στην ερώτηση: «Έχετε προσπαθήσει να αλλάξετε τη γνώμη μιας γυναίκας και να συμφιλιωθεί με το δράστη;». Το 75% των ερωτηθέντων αστυνομικών απάντησε ότι το έχει κάνει στα περιστατικά λεκτικής/ ψυχολογικής βίας, αλλά μόνον όταν αυτά δεν έχουν επαναληψιμότητα. Εδώ μπορεί να προστεθεί άλλο ένα στοιχείο, που έχει να κάνει με τις προσωπικές αντιλήψεις, στάσεις και προκαταλήψεις, που παίζουν ρόλο στην αποτελεσματικότητα ενός αστυνομικού.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μελέτη του ΚεΜεΑ, ένας αστυνομικός που έχει υιοθετήσει ως προσωπική στάση το «αδιάσπαστο» ή την «ιερότητα» του οικογενειακού δεσμού θα προσπαθήσει ενδεχομένως να διευθετήσει ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας μέσα από τη συμφιλίωση δράστη-θύματος, εκτός ποινικού πλαισίου. Επίσης, από την έρευνα προκύπτει ότι το 50% του δείγματος των αστυνομικών δήλωσε ότι δεν γνώριζε σε ποιους φορείς (συμβουλευτικούς σταθμούς, ξενώνες κ.ά.) μπορούσε να παραπέμψει τα θύματα ή ότι δεν χρειάστηκε να το κάνει.
Όλα τα παραπάνω πιστοποιούν πως έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε, ώστε να μη θρηνήσουμε κι άλλες γυναίκες-θύματα έμφυλης βίας. Το αισιόδοξο στοιχείο που προέκυψε από το έργο «Αριάδνη» είναι ότι οι νέοι αστυνομικοί, γυναίκες και άνδρες, έδειξαν να κατανοούν την ανάγκη επιμόρφωσής τους σε θέματα έμφυλης-ενδοοικογενειακής βίας – και μάλιστα προχώρησαν και σε συγκριμένες προτάσεις, που αναφέρονται αναλυτικά στη μελέτη.
Η αρχή φαίνεται να έγινε και στην Ελλάδα για την επιμόρφωση των αστυνομικών σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, την τήρηση ενιαίων πρωτοκόλλων καταγραφής των περιστατικών για όλες τις υπηρεσίες και τη διασύνδεσή τους με τους υπόλοιπους αρμόδιους φορείς (Συμβουλευτικά Κέντρα, Ξενώνες Φιλοξενίας, Γραμμή SOS 15900). Το στοίχημα είναι η πληροφορία αυτή να φτάσει σε κάθε γωνιά και σε κάθε αστυνομικό τμήμα της χώρας. Τότε θα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε φτάσει στα μισά του δρόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου