H φωτογραφία είναι ευγενική παραχώρηση από τον ΙΑΝΟ
«Ήμουνα στόχος επειδή από πολύ νωρίς, από την πρώτη με δευτέρα δημοτικού ήμουνα gay και μιλούσα διαφορετικά απ’ ότι τα άλλα παιδιά. Αισθάνθηκα πάρα πολύ έντονα τη βία και είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Θυμάμαι ακόμα και τα ονόματα της παρέας που μου κάνανε το bullying. Στα διαλείμματα στο σχολείο με φωνάζανε και μου λέγανε «Κούτρα, Κούτρα έλα μίλα, μίλα» κι εγώ μιλούσα και ξαφνικά όλοι γελούσανε και με κορόιδευαν. Έτρεχα και με κυνηγούσανε και μετά δεν έβγαινα στο προαύλιο για πάρα πολύ καιρό, μέχρι να οπλιστώ και να “επιτεθώ”», είπε ο Πάνος Κούτρας, σε συζήτηση για τη βία και τις διάφορες εκφάνσεις της που διοργανώθηκε στον Ιανό στις 2 Οκτωβρίου, Παγκόσμια ημέρα μη βίας, προσθέτοντας πως: «Για μένα είναι κάτι το οποίο ήταν μέρος της ζωής μου. Αργότερα σαφώς και αντιμετώπισα πολλά επεισόδια ομοφοβικής κυρίως βίας. Δεν με υπερασπίστηκε ποτέ κανένας δάσκαλος κι αυτό ήταν ένα μεγάλο μου παράπονο γιατί ούτε οι δάσκαλοι ούτε οι καθηγητές δεν προστατεύουνε συνήθως. Οπότε είσαι λιγάκι μόνος σου. Πάρα πολύ μόνος σου. Οπλίστηκα λέγοντας όχι, δεν πειράζει και όταν τους έβλεπα άλλαζα δρόμο. Έκανα την στρατηγική μου, άρχισα να αναπτύσσω κι άλλες στρατηγικές οι οποίες με ακολούθησαν και τις ακολούθησα και εγώ σε όλη μου την ζωή», σχολίασε μεταξύ άλλων ο σκηνοθέτης.
Αν και στην ταινία του "XENIA", που προβάλλεται αυτή την περίοδο στις αίθουσες, το ζήτημα της βίας δεν περιορίζεται στην λεκτική αλλά παρουσιάζονται κι άλλες εκφάνσεις της όπως η ομοφοβική, η ρατσιστική βία μέχρι και η θεσμική από την αστυνομία, αλλά και η φασιστική από τη Χρυσή Αυγή, ο ίδιος ο Κούτρας στην ομιλία του παραδέχεται ότι η λεκτική βία είναι εξίσου σημαντικό ζήτημα που μάλιστα την βίωσε κι ο ίδιος.
Όπως εξηγεί η καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας και πρώην Αντιπρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου, Βάσω Αρτινοπούλου: «Οι ορισμοί της βίας είναι πολλοί, διαφορετικοί και ποικίλουν ανάλογα με το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Το επίπεδο ανοχής στη βία αλλάζει επίσης στο χώρο και το χρόνο. Ωστόσο, κοινό στοιχειο των ορισμών είναι η εξουσία επιβολής της βούλησης του ενός μέρους στο άλλο μέσα από πράξη ή παράλειψη. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 2002) η βία ορίζεται ως: «Η σκόπιμη χρήση σωματικής δύναμης ή εξουσίας, με μορφή απειλής ή πράξης, ενάντια στον εαυτό, σε κάποιο άλλο πρόσωπο ή ενάντια σε μια ομάδα ή κοινότητα, η οποία είτε έχει ως αποτέλεσμα είτε αυξάνει τις πιθανότητες να επέλθει τραυματισμός, θάνατος, ψυχολογική βλάβη, καθυστέρηση στην ανάπτυξη ή αποστέρηση». Οι εκφάνσεις της βίας διακρίνονται ανάλογα με το είδος της, το στόχο της και το πλαίσιο. Με κριτήριο το είδος διακρίνουμε σωματική βία, σεξουαλική βία, ψυχολογική, λεκτική και παραμέληση. Με κριτήριο το πού στρέφεται διακρίνουμε την αυτοκαταστροφική βία (κατά του ίδιου του εαυτού) τη διαπροσωπική βία (στις σχέσεις) και τη βία στην κοινότητα (εγκληματικότητα). Άλλες επιμέρους διακρίσεις αφορούν την ομάδα στόχο ή τις ευάλωτες ομάδες, π.χ. βία κατά των παιδιών, βία κατά των γυναικών, κατά των ηλικιωμένων κ.α».Τι συμβαίνει όμως με τη λεκτική βία; Όπως έχει γράψει η κ. Αρτινοπούλου (Β. Ενδοοικογενειακή Κακοποίηση Γυναικών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006): «Η λεκτική βία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ψυχολογική, εμπεριέχει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών που κινούνται από φωνές και εξυβρίσεις έως λεκτικό εξευτελισμό, απειλές και λεκτική τρομοκράτηση του θύματος».
Αν σκεφτούμε ότι κάποιος μπορεί να πέσει εύκολα θύμα λεκτικής βίας ακόμα και για την ιδιαίτερη χροιά στη φωνή του, ποια είναι κυρίως τα θύματα της λεκτικής βίας; «Θύματα που προέρχονται από κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, με διαφορετικότητα σωματική, διανοητική κ.α. εντάσσονται στην κατηγορία των “κοινωνικά ευάλωτων ομάδων”, έχουν –με άλλα λόγια- περισσότερες πιθανότητες να υποστούν θυματοποίηση συγκριτικά με θύματα άλλων κατηγοριών. Με δεδομένο ότι η θυματοποίηση σε αυτές τις περιπτώσεις παραμένει στο μεγαλύτερό της μέρος άγνωστη και μη καταγγελόμενη, αυτό σημαίνει ότι τα θύματα βίας υποφέρουν σιωπηλά και μόνα τους», υποστηρίζει η κ. Αρτινοπούλου και προσθέτει πως: «Είναι αισιόδοξο το γεγονός ότι από τις σχετικές έρευνες τουλάχιστον σε Ευρώπη και Β. Αμερική οι νεαρές/οι αναγνωρίζουν και δεν ανέχονται τη ψυχολογική και λεκτική βία ολοένα και συχνότερα. Η λεκτικη βία διερευνάται στις περισσότερες έρευνες που έχουν ως αντικείμενο τη βία. Σε δική μας έρευνα για την ενδοοικογενειακή κακοποίηση γυναικών σε πανελλήνιο δείγμα διαπιστώσαμε ότι το 55% των γυναικών του δείγματος είχε υποστεί λεκτική κακοποίηση από πρώην ή νυν σύντροφό της. Επίσης, στο πλαίσιο του σχολείου, οι σχετικές με τη σχολική βία έρευνες περιλαμβάνουν και τη λεκτική βία. Εκτιμώ όμως, ότι ακόμα επικρατεί μια “στερεοτυπική εικόνα της βίας” που περιλαμβάνει τη σωματική ή τη σεξουαλικη βία και όχι τη λεκτική. Με δεδομένο μάλιστα ότι ακόμα στη χώρα επικρατούν πολλοί “ρατσιστικοί λόγοι”, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας. Η ευαισθητοποίηση για την αναγνώριση της λεκτικής βίας, η μη ανοχή στη βία ως κώδικα επικοινωνίας στις διαπροσωπικές σχέσεις, και η ενημέρωση για το τί σημαίνει εγκλήματα με κίνητρο το μίσος, και εκφορά δημόσιου ρατσιστικού λόγου, αποτελουν κάποιες από τις παραμέτρους του θέματος που χρήζουν περαιτέρω έρευνας στη χώρα μας», καταλήγει η κ. Αρτινοπούλου.
Με ποιον τρόπο όμως αντιμετωπίζει το δίκαιο τη λεκτική βία; Ποιο είναι το νομικό πλαίσιο που ισχύει στην Ελλάδα; Η έννοια "λεκτική βία", ως τεχνικός όρος δεν υπάρχει στο δίκαιο, λέει η Σωτηρία Ζωγράφου, δικηγόρος ποινικού δικαίου και εξηγεί: «Να σας διευκρινίσω ότι η βία στο δίκαιο είναι δύο ειδών: σωματική ή ψυχολογική. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η λεκτική βία προσεγγίζει περισσότερο την περίπτωση της ψυχολογικής, αλλά και πάλι δεν ταυτίζονται, διότι η ψυχολογική βία μπορεί να ασκηθεί ακόμα και χωρίς ... λέξεις εκ μέρους του δράστη. Η βία με τις λέξεις, επομένως, θα μπορούσε να έχει τη μορφή είτε του εγκλήματος της απειλής (πρόκληση τρόμου και ανησυχίας στο θύμα) είτε κάποιου από τα εγκλήματα κατά της τιμής (εξύβριση ή δυσφήμηση). Υπό αυτά τα δεδομένα, η αντιμετώπιση εκ μέρους του θύματος θα ήταν η προσφυγή στη δικαιοσύνη, με δύο τρόπους: α) με μήνυση, στα ποινικά δικαστήρια, για να επιβληθεί ποινή στο δράστη (οι πράξεις είναι πλημμελήματα, και οι ποινές κατά κανόνα μετατρέψιμες), και β) με αγωγή, στα αστικά δικαστήρια, για να υποχρεωθει ο δράστης στην καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως, λόγω της προσβολής προσωπικότητας που υφίσταται το θύμα από τη συμπεριφορά του». Τι αλλαγές έφερε ο πρόσφατος αντιρατσιστικό νόμος σε σχέση με την λεκτική βία; «Ο πρόσφατος αντιρατσιστικός νόμος δεν καταργεί όσα ανέφερα, απλώς συγκεκριμενοποιεί περιπτώσεις όπου είναι σύνηθες να ανακύπτουν φαινόμενα λεκτικής βίας, όπως λόγω φύλου, φυλής, σεξουαλικής προτίμησης, θρησκείας κ.ο.κ. Στόχος είναι πάντα να μην επιτρέπεται και να μη μένει ατιμώρητη η εκδήλωση καταφρόνησης και η προσβολή προσωπικότητας πολιτών επειδή αυτοί ανήκουν σε μια κοινωνική/θρησκευτική ομάδα ή έχουν συγκεκριμένες πεποιθήσεις», λέει η κ. Ζωγράφου και επισημαίνει πως: «Στην πράξη, το δύσκολο κομμάτι δεν είναι η έκδοση ενός νόμου, αλλά το πώς θα φθάσει μια περίπτωση λεκτικής βίας ενώπιον της δικαιοσύνης. Διότι, το πιθανότερο είναι οι προσβολές ή οι απειλές να είναι οριακά συγκαλυμμένες ως λέξεις, και η έμφαση, η "βία" να ασκείται με το ύφος, τον τόνο ή τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή λαμβάνει χώρα. Τότε είναι δύσκολη και η απόδειξη αλλά και η επέμβαση της δικαιοσύνης κι έχω τη γνώμη ότι φαινόμενα σαν αυτό δεν αντιμετωπίζονται με το νομοθετικό πλαίσιο και την καταστολή που επιβάλλουν οι δικαστικές αποφάσεις, αλλά με παιδεία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου