«Η κακοποίηση της γυναίκας παραμένει ένα φαινόμενο-ταμπού στην ελληνική κοινωνία, η οποία επιμένει να κουβαλάει στοιχεία της αυστηρής πατριαρχικής οικογένειας. Γι' αυτό και συχνά ακούμε ανθρώπους να λένε: «καλά, τη χτυπάει τόσο καιρό και αυτή κάθεται;». Πριν οποιοσδήποτε άνθρωπος αναρωτηθεί «γιατί δε φεύγει», ας δοκιμάσει να απαντήσει τις παρακάτω ερωτήσεις: «Που θα πάει; Σε ποιον θα απευθυνθεί; Πώς θα προστατεύσει τον εαυτό της; Τι θα γίνει με τις απειλές που δέχεται; Πώς θα βρει δουλειά; Πώς θα πληρώσει δικηγόρο;». Κι ας σκεφτεί μετά πόσο εύκολο είναι να γίνει κάτι τέτοιο στην πράξη», επισημαίνει η Ειρήνη Μουταφίδου, ψυχολόγος και Αντιπρόεδρος του κέντρου στήριξης κακοποιημένων γυναικών,«Καταφυγίο Γυναίκας», στην Θεσσαλονίκη.
Η κακοποίηση της γυναίκας και δη στις μικρότερες ηλικίες, δεν είναι απλή υπόθεση. Στα 18 ή στα 25 μία γυναίκα που κακοποιείται από τον σύντροφό της, αντιμετωπίζει επιπρόσθετα εμπόδια, διότι, όπως μου εξηγεί η Ειρήνη Μουταφίδου, «ενώ η κακοποίηση μπορεί να είναι εξίσου έντονη με κάθε άλλη γυναίκα, η ντροπή μιας νεότερης γυναίκας για όσα βιώνει είναι πολύ μεγαλύτερη. Με αποτέλεσμα να οδηγείται σε μεγαλύτερη σιωπή». Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες θύματα βιάς δεν μιλούν. Όπως είναι επίσης γνωστό ότι «η κακοποίηση ανθίζει σε ό,τι δεν λέγεται», γεγονός που επιβεβαίωνει και έρευνα για τη βία κατά των γυναικών που δημοσίευσε ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA). Σύμφωνα με την έρευνα, 1 στις 3 γυναίκες στην Ευρώπη έχει πέσει θύμα σωματικής ή/και σεξουαλικής βίας και κακοποίησης από την ηλικία των 15 ετών, που αντιστοιχεί σε 62 εκατομμύρια γυναίκες. Ενώ, το 67% των γυναικών δεν καταγγέλει τα πιο σοβαρά περιστατικά βίας από συντρόφους, στην αστυνομία ή σε άλλους οργανισμούς.
Η Αλίκη,- η οποία μου ζητά να παραμείνει ανώνυμη-, δεν ανήκει σ' αυτό το 67%. Είναι 24 και για ένα ολόκληρο χρόνο περίπου κακοποιούνταν από το αγόρι της. Στο τηλέφωνο δυσκολεύεται να μιλήσει, αλλά παρόλο που της είναι οδυνηρό, μου εξηγεί ότι θέλει να ακουστούν όλα όσα έζησε, «διότι η κακοποίηση των γυναικών συμβαίνει παντού και συμβαίνει συνέχεια. Ζω σε ένα χωριό με 700 κατοίκους και γνωρίζω τουλάχιστον 3 οικογένειες με παρόμοια προβλήματα. Είναι υπόθεση όλων μας. Και μπορεί να ξεπεραστεί, αρκεί να το πεις».
Εκείνοι γνωρίστηκαν στα 16 τους, πήγαιναν στο ίδιο σχολείο κι ήταν στην ίδια παρέα. Στα 22 της η Αλίκη έμεινε έγκυος και συμφώνησαν από κοινού να το κρατήσουν. Μετακόμησαν στο χωριό του, που απείχε μόλις λίγα χιλιόμετρα απ' το δικό της, όπου έμειναν στο σπίτι των γονιών του, μαζί με την οικογένειά του. Απ’ τον τρίτο μήνα και μετά όμως εκείνος άλλαξε. Ανακοίνωσε ότι δεν ήθελε το παιδί, ξεκίνησε να την απειλεί, μέχρι που κάποια στιγμή η λεκτική βία μετατράπηκε σε σωματική. Αυτό γινόταν σχεδόν σε καθημερινή βάση. Στο σπίτι του όλοι ήξεραν, όλοι άκουγαν, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα. «Κάθε φορά που με χτύπαγε περίμενα να έρθει κάποιος. Αλλά ποτέ δεν ερχόταν». «Το ήξερε κανείς;», την ρωτώ. «Ημουν τρομοκρατημένη. Με είχε απομονώσει απ’ όλους. Με ακολουθούσε παντού. Δεν με άφηνε να πάω ούτε μέχρι το σπίτι των γονιών μου. Πηγαίναμε μόνο μαζί, καθόμασταν λίγο και φεύγαμε. Φοβόταν μάλλον ότι θα έβλεπαν τα σημάδια, φοβόταν ότι θα μιλούσα».
Photo via Flickr/Bea
Η κακοποίηση συνεχίστηκε μέχρι που ένα βράδυ, κι ενώ ήταν 7 μηνών έγκυος, την χτύπησε τόσο άσχημα που φοβισμένη για το μωρό και τη ζωή της, έφυγε από το σπίτι τους και πήγε στην οικογένειά της. Μετά από λίγες μέρες όμως, εκείνος δήλωσε ότι θα αλλάξει και ότι θα αναζητήσει βοήθεια και η Αλίκη επέστρεψε. Δυστυχώς, ξαναγύρισε γρήγορα στο παλιό του μοτίβο. Όταν γέννησε, συμφώνησαν να μείνουν στο σπίτι της με τους γονείς της. Άντεξε 15 ημέρες, κακοποίησης και απειλών μέχρι που τον έδιωξε, αυτή την φορά για πάντα. «Με εκβίαζε, μάζευε συνέχεια τα πράγματα του και με απειλούσε ότι θα πάρει το μωρό και θα φύγει. Μία μέρα την είχα αγκαλιά και με χτύπησε. Την επόμενη δεν τον άφησα να μπει στο σπίτι. Τον έδιωξα και έφυγε. Του έκανα μήνυση και έκτοτε φοβήθηκε και σταμάτησε να με ενοχλεί».
Η Αλική μου διηγείται πως πέρασε ένα διάστημα που φοβόταν να βγει έξω από το σπίτι της μόνη και να πάει βόλτα την κόρη της στην παιδική χαρά. Μου εξηγεί ότι θεωρεί τον εαυτό της τυχερό, διότι είχε υποστήριξη από την οικογένειά της, «χωρίς την οποία ίσως να μην είχε την δυνατότητα να φύγει», και κατάφερε με την βοήθεια τους και με την βοήθεια ενός ψυχολόγου από το Καταφύγιο Γυναίκας, να ξαναφτιάξει την ζωή της σιγά, σιγά από την αρχή και να είναι «σχεδόν όπως παλιά». Πλέον είναι σε μία σχέση, και όλο αυτό είναι σαν να «έγινε σε μια άλλη ζωή».
Εκείνος όμως, κυκλοφορεί ελεύθερος. Η δίκη του ακόμα εκκρεμεί και όπως μου λέει η Αλίκη δεν είναι σίγουρο ότι θα την δικαιώσουν, διότι ενώ έχει μάρτυρες, δεν έχει αποδεικτικά στοιχεία. «Ο δικηγόρος μου, μου είπε εκ των υστέρων ότι έπρεπε να είχα πάρει ιατρική γνωματεύση για να αποδείξω τι είχε συμβεί. Όμως, εγώ όταν γινόντουσαν όλα αυτά, δεν το σκεφτόμουν. Δεν μου είχε καν περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου