Η έκθεση των παιδιών στη λεκτική και σωματική βία μεταξύ των γονέων, μπορεί να βλάψει την ικανότητα τους να εντοπίζουν και να ελέγχουν τα συναισθήματα τους, σύμφωνα με μια διαχρονική μελέτη που προέρχεται από το “Steinhardt School of Culture, Education, and Human Development” του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
Τα ευρήματα, που δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό “Development and Psychopathology”, δείχνουν επίσης ότι το διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον και οι παρατεταμένες περίοδοι φτώχειας κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εμπόδιο στη συναισθηματική προσαρμογή των μικρών παιδιών.
"Η μελέτη μας εστιάζει στους τρόπους με τους οποίους η επιθετικότητα μεταξύ των γονέων, ενέχει δυναμική διαμόρφωση στη συναισθηματική προσαρμογή των παιδιών", λέει η Σίμπιλ Ρέιβερ, καθηγήτρια της εφαρμοσμένης ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. “Γνωρίζουμε ότι οι έντονες διαφωνίες και οι συχνοί καυγάδες προκαλούν άγχος στους ενήλικες. Τώρα, η μελέτη αυτή αναδεικνύει και το αντίκτυπο που έχουν οι καυγάδες στα παιδιά”.
Η έρευνα έχει δείξει ότι η έκθεση των παιδιών σε συγκρουσιακές και βίαιες συμπεριφορές στο σπίτι, μπορεί να διαμορφώσει τις νευροβιολογικές, γνωστικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις τους. Η αυξημένη εγρήγορση που παρουσιάζεται στα παιδιά, μπορεί να συνεισφέρει βραχυπρόθεσμα στην ασφάλεια τους, αλλά μπορεί και να καταστεί επιζήμια για τη μακροπρόθεσμη συναισθηματική προσαρμογή τους. Για παράδειγμα, τα παιδιά που βιώνουν τους έντονους καυγάδες των γονιών τους, μπορεί να δυσκολεύονται να ελέγξουν τα συναισθήματά τους σε λιγότερο επικίνδυνες καταστάσεις, όπως στην τάξη του σχολείου.
Ενώ οι προηγούμενες έρευνες έδειξαν μία σύνδεση των γονεϊκών συγκρούσεων σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή και της επιρροής αυτής στη ζωή των παιδιών αργότερα στη ζωή τους, η Ρέιβερ και οι συνεργάτες της είχαν την ανάγκη να διερευνήσουν πώς τα παιδιά μπορούν να επηρεαστούν αρνητικά από την παρατεταμένη έκθεση σε αυτήν την επίθεση.
"Ενδιαφερόμαστε και για άλλες μορφές αντιξοοτήτων στο περιβάλλον των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας και του διαταραγμένου οικογενειακού περιβάλλοντος, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη συναισθηματική προσαρμογή τους, δεδομένου ότι λίγες μελέτες έχουν συμπεριλάβει παρόμοιες μεταβλητές στην εξέταση τους”, λέει η συγγραφέας της μελέτης Κλάνσυ Μπλερ, καθηγήτρια της εφαρμοσμένης ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Στη μελέτη αυτή, οι ερευνητές μέτρησαν την έκθεση των παιδιών κάτω από διάφορες αντιξοότητες και την πρόβλεψη της ικανότητάς τους στην αναγνώριση και τον έλεγχο των αρνητικών τους συναισθημάτων, όπως του φόβου και της θλίψης. Οι ερευνητές εξέτασαν 1.025 παιδιά και τις οικογένειές τους που ζουν στην ανατολική Βόρεια Καρολίνα και την κεντρική Πενσυλβάνια, δύο γεωγραφικές περιοχές με υψηλά ποσοστά φτώχειας.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν τις οικογένειες μέσα από μια σειρά επισκέψεων στο σπίτι από τη στιγμή που ένα παιδί ήταν ηλικίας μόλις δύο μηνών, μέχρι 58 μήνες μετά. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μέσω γονεϊκών ερωτηματολογίων, των εργασιών που έβαζαν οι ερευνητές στους γονείς και τα παιδιά, καθώς και μέσα από ορισμένους άλλους παράγοντες όπως τη μέτρηση του διαταραγμένου οικογενειακού περιβάλλοντος - συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των οικογενειακών μετακομίσεων, των αλλαγών στους φροντιστές των παιδιών, τα επίπεδα θορύβου, καθαριότητας και τον αριθμό των ατόμων σε σχέση με τον αριθμό των δωματίων σε σχέση με τη σταθερότητα. Μέσα στο χρονικό διάστημα των 58 μηνών, οι ερευνητές αξιολόγησαν την ικανότητα των παιδιών να αναγνωρίζουν και να εντοπίζουν τα συναισθήματα.
Συσχέτιση της βίας μεταξύ των γονέων με τα αρνητικά συναισθήματα των παιδιών
Η λεκτική και σωματική βία μεταξύ των γονέων από τη βρεφική μέχρι την πρώιμη παιδική ηλικία, ήταν σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας της ικανότητας των παιδιών να προσδιορίζουν με ακρίβεια τα συναισθήματα τους σε αυτούς τους 58 μήνες. Η υψηλότερη έκθεση των παιδιών στη σωματική βία μεταξύ των γονέων, σχετίστηκε με χαμηλότερη απόδοση των παιδιών στην συναισθηματική επισήμανση, μέσα από απλές εργασίες. Παραδόξως, υψηλότερη έκθεση στη λεκτική επιθετικότητα μεταξύ των γονέων, συσχετίστηκε με μεγαλύτερη συναισθηματική επίγνωση μεταξύ των παιδιών.
Η παρατεταμένη έκθεση των παιδιών στην επιθετικότητα μεταξύ των γονέων, συνδέθηκε επίσης με την ικανότητα των παιδιών να ελέγχουν τα δικά τους συναισθήματα της θλίψης τους, της απόσυρσης και του φόβου, βάζοντας τα σε μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης αργότερα.
Ακόμη και άλλες μορφές αντιξοοτήτων συνέβαλαν επίσης στη συναισθηματική προσαρμογή των παιδιών. Όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική διάρκεια που μία οικογένεια ζει σε συνθήκες φτώχειας, τόσο μειώνεται η ικανότητα ενός παιδιού να προσδιορίσει με ακρίβεια τα διαφορετικά συναισθήματα. Το έντονα διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, ειδικά η αποδιοργάνωση, μείωσε επίσης την ικανότητα ενός παιδιού να αναγνωρίζει τα συναισθήματα.
"Αυτή η μελέτη ρίχνει φως στη σημασία του ρόλου των υποστηρικτικών γονέων, καθώς περνούν από διάφορα σκαμπανεβάσματα του γάμου τους" λέει η Ρέιβερ. "Οι γονείς πρέπει να ελέγξουν αρχικά τα δικά τους συναισθήματα θυμού, απογοήτευσης και ανησυχίας όταν ισορροπούν μεταξύ των απαιτήσεων της εργασίας, της οικογένειας και των ρομαντικών σχέσεων και ειδικότερα όταν παρουσιάζονται οικονομικές δυσκολίες στο περιβάλλον της οικογένειας”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου