... 1 στις 3 γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή της θα αντιμετωπίσει σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της-1 στις 5 γυναίκες θα πέσει θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού-Δεν είσαι η Μόνη...Δεν είσαι Μόνη....-24ωρη Γραμμή SOS 15900- Συμβουλευτικό Κέντρο Υποστήριξης Γυναικών Θυμάτων Βίας Δήμου Θηβαίων

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Φιλιππινέζες και οικιακή εργασία: Μία αθόρυβη ιστορία καταπίεσης και υποταγής



Μπορεί στην Ελλάδα να μην έχουμε περιστατικά σωματικής κακοποίησης των Φιλιππινέζων οικιακών βοηθών, όπως αλλού, αλλά η λεκτική βία και οι προσβολές, ή στην καλύτερη περίπτωση η αυστηρότητα και η αδιαφορία, είναι γνωστά στις περισσότερες. Άραγε η σιωπή τους σημαίνει υποταγή και παθητικότητα, ή κάτι άλλο;
Τα «καλά σπίτια» τις προτιμούν, καθώς συμβολοποιούν τον πλούτο και το κύρος τους. Oι εργοδότριες στις μεταξύ τους συζητήσεις τις χαρακτηρίζουν αθόρυβες και περίπου αόρατες. O Τύπος σχεδόν αγνοεί την ύπαρξή τους και στον δημόσιο λόγο ο εθνικός τους προσδιορισμός είναι συνυφασμένος με την υποτέλεια.
Το αβίαστο «δεν είμαι η Φιλιππινέζα σου» ή «φέρεται σαν Φιλιππινέζα» δεν είναι καθόλου αυθόρμητο και αθώο. Είναι η λεκτική αποτύπωση ενός στερεοτύπου που εδράζεται σε ένα σεξιστικό και ρατσιστικό υπόβαθρο. «Καμία υποψία για αδικία δεν σκιάζει τις προσβολές που δέχεται μια γυναίκα επειδή γεννήθηκε γυναίκα», έγραφε στο βιβλίο του 2009 « Για μια πολιτική γραμματική του φύλου» η Ελένη Βαρίκα.
Πόσω μάλλον αν πρόκειται για γυναίκα, μετανάστρια και εργάτρια. Εκεί η διαπλοκή έμφυλων, εθνοτικών και ταξικών χαρακτηριστικών γίνεται ταυτοτική υπόθεση. Σου ορίζει τον δρόμο. Για τις γυναίκες της φιλιππινέζικης κοινότητας στην Ελλάδα, αυτός ο δρόμος πολύ αυστηρά οδηγεί στο εσωτερικό ενός μεγάλου και συνήθως πολυτελούς σπιτιού με πολλά δωμάτια και ακριβά έπιπλα. Σε αυτές, βέβαια, δεν ανήκουν παρά ελάχιστα τετραγωνικά ιδιωτικότητας και λίγες ώρες ξεκούρασης.
Αχαρτογράφητη ζωή
Οι ρίζες της φιλιππινέζικης μετανάστευσης στην Ελλάδα εντοπίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν αρκετές γυναίκες από τη μακρινή χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας έφτασαν στη χώρα μας αναζητώντας εργασία. Άφησαν πίσω τους διευρυμένα συγγενικά δίκτυα, με σκοπό να τα συντηρήσουν οικονομικά.
Παρότι οι περισσότερες ήταν απόφοιτες λυκείου και αρκετές διέθεταν πανεπιστημιακούς τίτλους σπουδών, η μοναδική διαθέσιμη θέση εργασίας ήταν αυτή της οικιακής βοηθού και συνηθέστερα της εσωτερικής, κάτι που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις ζωές τους.

Αρκετές μένουν σε boarding houses, μικρά διαμερίσματα που νοικιάζουν 8-10 γυναίκες μαζί, για να επιμερίζεται το κόστος. Είναι ο χώρος που έχουν για τις Κυριακές, που παίρνουν το ρεπό τους. Αν τύχει να έρθει και η οικογένειά τους στην Ελλάδα, μετακομίζουν σε κανονικά σπίτια, ακολουθώντας απαρέγκλιτα την ιεραρχική χωροθέτηση των ελληνικών πολυκατοικιών, στα ισόγεια δηλαδή και τους χαμηλούς ορόφους.
Μέχρι και σήμερα οι γυναίκες από τις Φιλιππίνες εργάζονται σχεδόν αποκλειστικά στον τομέα της οικιακής εργασίας, μόνο που η οικονομική κρίση –τόσο ως αντικειμενικό γεγονός όσο και ως ιδανικό πρόσχημα– ρευστοποίησε ακόμα περισσότερο το ήδη ακανόνιστο πλαίσιο της εργασιακής τους πραγματικότητας, που διέπεται από την ανυπαρξία καταστατικών αρχών. Δεν έχουν συλλογική σύμβαση εργασίας. Εργάζονται στη βάση συμβολαίων που δεν ανανεώνονται ή δεν τηρούνται και κυρίως στη βάση προφορικών συμφωνιών που έχουν συνάψει με τους εργοδότες τους. Με δεδομένο ότι πρόκειται για μια εργασία που ασκείται πίσω από τις βαριές πόρτες του ιδιωτικού βίου, δεν υπάρχει πρόσβαση και εποπτεία από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για το βασίλειο της απόλυτης βούλησης του εργοδότη. Οι Φιλιππινέζες οικιακές βοηθοί δεν έχουν σαφές ωράριο και καθηκοντολόγιο. Από τη στιγμή που είναι εσωτερικές, θεωρείται ότι οφείλουν να είναι διαθέσιμες 24 ώρες το 24ωρο. Η δουλειά τους ξεκινάει πριν χτυπήσει το πρώτο σχολικό κουδούνι και ολοκληρώνεται αφού κοιμηθούν όλα τα μέλη της οικογένειας
Το θολό πεδίο της οικιακής εργασίας
«Οι γυναίκες που είναι εσωτερικές δεν έχουν δικό τους χρόνο –μπορεί ο εργοδότης να τις ζητήσει ανά πάσα στιγμή. Ο,τιδήποτε έχει σχέση με το σπίτι και τα παιδιά το κάνει η οικιακή βοηθός. Το αποτέλεσμα είναι να δουλεύουν εξαντλητικά και σε ορισμένες περιπτώσεις να μην κοιμούνται πάνω από 5-6 ώρες την ημέρα. Παλιότερα τουλάχιστον έπαιρναν καλούς μισθούς. Τώρα με την οικονομική κρίση οι μισθοί έχουν πέσει ακόμα και σε σπίτια που εμφανώς δεν έχουν πληγεί από την κατάσταση, αλλά την επικαλούνται για να μειώσουν τις απολαβές», υποστηρίζει η Ντέμπορα Κάρλος Βαλένσια από την Ένωση Φιλιππινέζων Μεταναστών KASAPIΗ.
«Εμείς προσπαθούμε να στηρίξουμε νομικά τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εργασία τους. Θυμάμαι μια γυναίκα που ήταν απλήρωτη επί ένα χρόνο και φτάσαμε στα δικαστήρια για να πάρει τα λεφτά της. Καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι ένα μεγάλο βάρος για τις Φιλιππινέζες που εργάζονται σκληρά για να μπορέσουν να στείλουν εμβάσματα στους συγγενείς τους. Οι Φιλιππίνες έχουν ανεπτυγμένες οικογένειες. Δεν βοηθάς μόνο τα παιδιά σου, βοηθάς την αδερφή σου, τα ανίψια σου κ.λπ. Νομίζουν ότι αν ζεις στο εξωτερικό, είσαι πλούσια και περιμένουν από σένα».
Η Ένωση έχει συμβάλλει αρκετά στη βελτίωση της καθημερινότητας των Φιλιππινέζων γυναικών. Τους δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν είναι μόνες και ευάλωτες, ότι μπορούν να απευθυνθούν κάπου και φωτίζει τις άγνωστες πτυχές της πραγματικότητας που βιώνουν. Βλέπεις, η οικιακή εργασία παρότι είναι αρκετά κοπιαστική, παραμένει παραγκωνισμένη στη δημόσια σφαίρα.
Κανείς δεν ασχολείται με αυτές τις ήσυχες και αεικίνητες παρουσίες που μεριμνούν να διατηρήσουν έναν χώρο ευχάριστο και καθαρό για τους οικοδεσπότες και τους καλεσμένους τους. Πώς αισθάνονται, αν είναι ευχαριστημένες, αν έχουν τρόπους να αποφορτίζονται, αν έχουν χρόνο να αναπαύονται, αν νιώθουν καθόλου οικεία ή εσαεί «ξένες»; Είναι σαν η παρουσία τους να ισοδυναμεί με απουσία. Σαν να μην είναι φορείς αναγκών, δικαιωμάτων και επιθυμιών παρά μόνο καλοκουρδισμένες μηχανές εκτέλεσης εργασιών, ανθρώπινες ρόδες που γυρίζουν ακατάπαυστα αλλά και ιδανικά σώματα πάνω στα οποία μπορεί να ασκηθεί η βίαιη αλαζονεία της εξουσίας.
Σιωπηρά θύματα
Η δικηγόρος Γιάννα Κούρτοβικ έχει χειριστεί στο παρελθόν υποθέσεις κακομεταχείρισης Φιλιππινέζων οικιακών βοηθών και μεταφέρει την εμπειρία της: «Η εργατική νομοθεσία δεν καλύπτει τις οικιακές βοηθούς και το πεδίο εκμετάλλευσης είναι ευρύ. Ήταν, για παράδειγμα, εύκολη η καταγγελία για κλοπή· κάθε φορά που κάτι δεν βρισκόταν, η υποψία βάραινε την εργαζόμενη Φιλιππινέζα».
«Πολλές φορές αυτή η καταγγελία δεν ήταν παρά μια μέθοδος για την απόλυση και απέλαση της εργαζόμενης. Γινόταν πειστική για τα δικαστήρια, χωρίς να χρειάζονται στοιχεία… Η όποια καταγγελία της εργαζόμενης αντίθετα έπρεπε να αποδειχθεί. Είχαμε στο παρελθόν πολλές φορές παρέμβει σε εργοδότες, πηγαίνοντας και στα σπίτια τους· ήταν συνηθισμένη τότε πρακτική να κρατά ο εργοδότης το διαβατήριο της οικιακής βοηθού και συχνά να της στερεί την ελευθερία κίνησης έξω από το σπίτι».
«Μια φορά χρειάστηκε να πάμε σε ένα σπίτι, όπου κρατούσαν κλειδωμένη την εργαζόμενη και την εμπόδιζαν να επικοινωνήσει με το εξωτερικό περιβάλλον. Κατόρθωσε να μας ειδοποιήσει και πήγαμε μια επιτροπή για να θέσουμε το θέμα των δικαιωμάτων της. Ο εργοδότης υποσχέθηκε ότι θα την αφήσει ελεύθερη, όμως την άλλη μέρα την πήραν συνοδεία αστυνομικών στο αεροδρόμιο και απελάθηκε. Σε κάποια άλλη περίπτωση μια κυρία της καλής κοινωνίας κατάθετε τους μισθούς της εργαζόμενης σε κοινό λογαριασμό “για την προστασία της” και όταν την απέλυσε, διαπιστώθηκε ότι η κυρία είχε αναλάβει το σύνολο του ποσού και ισχυριζόταν ότι ήταν δικό της. Η εργαζόμενη αυτή δικαιώθηκε στα δικαστήρια και αυτό ήταν σημαντικό για την εποχή. Ακόμα και στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου θέσαμε κάποια στιγμή τα ζητήματα και δυστυχώς βρήκαμε πολύ αρνητικό κλίμα. Η “Φιλιππινέζα” ήταν ένα απαξιωμένο κοινωνικό υποκείμενο και η διεκδίκηση δικαιωμάτων αντιμετωπιζόταν σαν ιεροσυλία».
Η εμπειρία της Γιάννας Κούρτοβικ συντείνει με τα ευρήματα του ερευνητικού προγράμματος «DemandATΗ», που αφορούσε στη μελέτη της μεταναστευτικής οικιακής εργασίας σε επτά ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα. Ανασφάλιστη εργασία, εξοντωτικά ωράρια, λεκτική βία ακόμα και διακίνηση ανθρώπων με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση συνθέτουν το παζλ της συγκαλυμμένης καταπίεσης. Ως αρνητική πρακτική επισημαίνεται και η παρακράτηση των ταξιδιωτικών εγγράφων των Φιλιππινέζων οικιακών βοηθών από τους εργοδότες ως μέσο πίεσης, εκφοβισμού και ελέγχου.
Μια προσωπική μαρτυρία
Η Κ. ζει 27 χρόνια στην Ελλάδα· τα περισσότερα τα πέρασε σε σπίτια πλούσιων οικογενειών, όπου της αντιστοιχούσε το μικρό δωμάτιο της «υπηρεσίας». Εξακολουθεί να εργάζεται ως οικιακή βοηθός, αλλά όχι εσωτερική. Τώρα όταν τελειώνει τη δουλειά, φροντίζει το μικρό διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους, όπου ζει μαζί με κάποια από τα παιδιά και τα εγγόνια της.
Εκεί τη συνάντησα ένα κυριακάτικο απόγευμα. Ήταν λιγομίλητη, αγέλαστη και εξαιρετικά φειδωλή στα λόγια. Το πρόσωπό της όμως εξέπεμπε μια έντονη εκφραστικότητα. Κάθε του κύτταρο ήταν διαποτισμένο από κούραση. Καταλάβαινες ότι είχες απέναντι σου μια γυναίκα γύρω στα 55 που δεν είχε περάσει καλά στη ζωή της και κυρίως που δεν είχε αντλήσει ευχαρίστηση για τον εαυτό της.
«Έχω πολλές εμπειρίες ως οικιακή βοηθός, κάποιες θετικές αλλά και αρκετές άσχημες, που δεν μου αρέσει ούτε να τις θυμάμαι, ούτε να τις διηγούμαι. Τις χειρότερές μου μέρες τις πέρασα πριν μερικά χρόνια σ’ ένα σπίτι στην Εκάλη που δεν μου έδιναν φαγητό κι έπρεπε να αγοράζω μόνη μου. Κάποιες φορές μάλιστα έτρωγαν και μου έδιναν ό,τι περίσσευε από τα πιάτα τους. Ήταν εξοργιστικό και εξευτελιστικό μαζί. Λες και ήμουν ζώο. Μου φώναζαν χωρίς λόγο, ειδικά τα πρωινά είχαν πολλά νεύρα και σε μένα έβρισκαν έναν ανώδυνο τρόπο να ξεσπάσουν. Δεν άντεχα όλη αυτή την αναστάτωση κι έφυγα. Τώρα παίρνω λιγότερα λεφτά αλλά το προτιμώ. Μετά από τόσα χρόνια νιώθω αφόρητη κούραση. Τελειώνω τη δουλειά και μετά πρέπει να φροντίσω το σπίτι μου και τα εγγόνια μου. Τουλάχιστον είμαι ικανοποιημένη που σπούδασαν οι κόρες μου», λέει στο inside story.
To χάσμα εργοδότη-οικιακής βοηθού
Πέρα από τη ρευστότητα και την ασυδοσία που ενίοτε διατρέχει τις εργασιακές τους σχέσεις, ένα δομικό στοιχειό της οικιακή εργασίας είναι ότι εγκαθιδρύεται μια άκαμπτη και αδιαπέραστη σχέση ιεραρχίας και εξουσίας. Υπάρχει ένα ταξικό και κοινωνικό χάσμα που χωρίζει τον εργοδότη από την οικιακή βοηθό. Αυτή βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας και το ασανσέρ της κοινωνικής ανέλιξης δεν τη χωράει.
Η δουλειά της στο πατριαρχικό κοσμοείδωλο περιβάλλεται με συμφραζόμενα απαξίας. Αυτό δεν αντικατοπτρίζεται μόνο στον ασφυκτικό έλεγχο του χρόνου και της κίνησής της, αλλά ενίοτε μετουσιώνεται σε προσβολές, σε χλευαστικά υπονοούμενα, σε νεύματα αυταρχισμού, σε λεκτική ή ακόμα και φυσική βία. Το παράδοξο είναι ότι αυτές οι συμπεριφορές εκπορεύονται συνήθως από τις γυναίκες εργοδότριές τους, των οποίων η οικονομική θέση φαίνεται πως εξουδετερώνει κάθε προοπτική έμφυλης ενσυναίσθησης.
Από την άλλη σαφώς υπάρχουν και οικογένειες που απασχολούν Φιλιππινέζες οικιακές βοηθούς με όρους αξιοπρέπειας και σεβασμού, άνθρωποι που αγκαλιάζουν αυτές τις γυναίκες, εκτιμούν τον κόπο και την αφοσίωσή τους και δένονται ψυχικά μαζί τους, εργοδότες/τριες που δεν εξαντλούν τις αντοχές τους και δεν καταπατούν τα δικαιώματά τους. Πρόκειται όμως για φωτεινές εξαιρέσεις. Ο κανόνας στην καλή εκδοχή του είναι η τυπική αυστηρότητα και αδιαφορία, στην κακή εκδοχή του υποτίμηση και καταπίεση.
«Στην Ελλάδα δεν καταγράφονται συχνά περιστατικά ακραίας σωματικής κακοποίησης, όπως σε χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας αλλά και του Περσικού Κόλπου (π.χ. Ιαπωνία, Μαλαισία, Κουβέιτ) –όπου συχνά οι Φιλιππινέζες γυναίκες θεωρούνται αντιπρόσωποι ενός “κατώτερου” πολιτισμού. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με το ότι οι Φιλιππινέζες γυναίκες απολαμβάνουν ένα υψηλό στάτους στην ελληνική κοινωνία σε σχέση με άλλες ομάδες μεταναστριών (π.χ. Αλβανίδες), λόγω της μακροχρόνιας παρουσίας τους, της αγγλομάθειάς τους, της χριστιανικής ταυτότητας και του γεγονότος ότι θεωρούνται παθητικές και γλυκομίλητες», επισημαίνει η επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Πηνελόπη Τοπάλη, η οποία έχει μελετήσει εκτενώς το θέμα στη διδακτορική της διατριβή και τη μεταδιδακτορική της έρευνα.
«Τα περιστατικά λεκτικής κακοποίησης και προσβολών από γυναίκες εργοδότριες επιχειρούν συνήθως να τα διαχειριστούν μέσα στην ομάδα τους (συνηθέστερα στο θρησκευτικό, ή στο οικογενειακό/φιλικό πλαίσιο) και δεν τα απευθύνουν προς επίλυση σε μέλη της κοινωνίας εγκατάστασης (αστυνομία, εργοδότες, ερευνητές). Το αν ενσωματώνουν ή όχι την καταπίεση που υφίστανται είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί εύκολα να απαντηθεί. Σίγουρα εφαρμόζουν διαφορετικά πολιτισμικά ερμηνευτικά σχήματα για να διαχειριστούν μια τέτοια εμπειρία, ανάλογα με το πού ανήκουν: λ.χ. σε μια πολύ συντηρητική προτεσταντική ομάδα, σε μια καθολική ομάδα ή σε έναν δυναμικό σύλλογο εργαζομένων», συμπληρώνει η κ. Τοπάλη.
«Στον κόσμο τους οι “σιωπές” κομίζουν νόημα»
Αυτή τη στιγμή ζουν στην Ελλάδα περίπου 25.000 Φιλιππινέζες. Οι περισσότερες έχουν μετρήσει τις δεκαετίες τους εδώ σε βραδινές ώρες σιδερώματος, αγχωτικά πρωινά ξυπνήματα, ετοιμασίες αστραφτερών τραπεζιών και αδιάκοπα πήγαινε-έλα στις μύτες των ποδιών.
Το συλλογικό βίωμα της οικιακής εργασίας έχει επηρεάσει τη φυσιογνωμία της κοινότητάς τους. Είναι πιο εσωστρεφείς, σπανίως λαμβάνουν την ελληνική υπηκοότητα, δεν μαθαίνουν ελληνικά, δεν αλληλεπιδρούν με τους ντόπιους. Ίσως γιατί δεν έχουν συγκροτήσει έναν ισχυρό δεσμό εμπιστοσύνης με τη χώρα ή επειδή αυτή είναι μια ιδιότυπη δική τους αντίσταση στην καταπίεση, ένας τρόπος να οριοθετούν έναν δικό τους συμβολικό χώρο αυτονομίας.
Διαπραγματεύονται την ύπαρξή τους σε έναν θορυβώδη κόσμο με τη σιωπή. Η σιωπή που έχει μνημονευτεί αρκετά από τους εργοδότες και τις εργοδότριές τους ως διακριτικότητα, ή έχει εκληφθεί ως υποτέλεια, δεν είναι τόσο μονοσήμαντο και απλοϊκό στοιχείο της προσωπικότητάς τους. «Στην έρευνα που διενέργησα σε θρησκευτικές ομάδες Φιλιππινέζων μεταναστών/τριών ήταν εμφανές ότι αυτή η συνεχής προσπάθεια διατήρησης χαμηλών τόνων ως τρόπος διαχείρισης ιεραρχικών σχέσεων αλλά και συγκρούσεων, αποτελούσε τόσο ευρύτερο πολιτισμικό χαρακτηριστικό, όσο και θρησκευτικό ήθος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις», λέει η κ. Τοπάλη.
«Στην Ελλάδα, μια τέτοια αντίληψη της “σιωπής” φαντάζει περίεργη και συχνά ερμηνεύεται ως αποδοχή της εξουσίας, αδυναμία και παθητικότητα. Ωστόσο, για τις ίδιες τις Φιλιππινέζες γυναίκες και συνολικά στη Νοτιοανατολική Ασία από όπου προέρχονται, υπάρχουν πολύ διαφορετικές νοηματοδοτήσεις και χρήσεις της. Στον κόσμο τους οι “σιωπές” κομίζουν νόημα, εκδηλώνουν αντίδραση, αποτελούν κομμάτι μιας πολύ ζωντανής, παρότι αθόρυβης, επικοινωνίας. Με άλλα λόγια, οι “σιωπές” δεν είναι αυτό που σκεπάζει ή υποκρύπτει την ένταση, αλλά πράγματι αυτό που (μετα)φέρει την ένταση. Το μόνο πρόβλημα είναι, ότι αυτή η ένταση στη διαπολιτισμική επικοινωνία με Έλληνες/ίδες δεν γίνεται αντιληπτή. Είναι σαν να λένε κάτι που δεν ακούγεται, δεν γίνεται αντιληπτό», συμπληρώνει η Πηνελόπη Τοπάλη.
Κάτι μας λένε αυτές οι γυναίκες με τη σιωπή τους, μας μιλάνε για τον άγνωστο εαυτό τους. Αν μπορέσουμε να τις ακούσουμε, ίσως τραβήξουμε τη γυαλιστερή βαριά κουρτίνα που κρύβει μυστικά, ασχήμια και υποκριτικό καθωσπρεπισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: