Είμαστε η χώρα της γροθιάς και της σφαλιάρας; Ναι, είμαστε. Είμαστε η χώρα όπου η ρίψη αντικειμένων ανθεί; Ναι, είμαστε.
Ξεχάστε τα κίνητρα που μπορεί να επικαλεστεί αυτός που ασκεί βία. Το ζήτημα είναι η ίδια η βία. Και η αλήθεια είναι πως ζούμε σε μια χώρα όπου η βία βασιλεύει. Η βία εντός των σπιτιών. Η βία η ψυχολογική. Η βία η εργασιακή. Και ενίοτε η βία έναντι δημοσίων προσώπων, έναντι πολιτικών. Υπάρχει άραγε άλλο κράτος στην πολιτισμένη Δύση, όπου θα δεις στελέχη κυβερνήσεων να προπηλακίζονται, όπως συνέβη εδώ στο φούντωμα της αγανάκτησης, το 2012, και όπως συνέβη χθες το βράδυ με θύμα έναν Υπουργό, ο οποίος επέλεξε να δειπνήσει, κατά την προσφιλή του συνήθεια, δίχως μπόντιγκαρτς στο πλευρό του; Όχι, δεν υπάρχει. Πιο βαθιά στην Ανατολή, κάνουν βήματα προς την Ευρώπη. Εμείς, ιδιοσυγκρασιακά, κάνουμε βήματα προς την παλιά Ανατολή.
Ναι, ξέρω τι θα μου πεις. Ότι ο τάδε τα χρειάστηκε, ότι ο δείνα το άξιζε, ότι εσύ και εγώ είμαστε τα θύματα μια ζωή, που κάποια στιγμή θα εξεγερθούμε από τον έντιμο βίο μας και θα αρχίσουμε να βαράμε κουτουλιές στην αχώνευτη σύζυγο, θα ρίχνουμε κορνέδες στον αχώνευτο προπονητή της ομάδας μας, θα πετάμε ποτήρια στον αχώνευτο υπουργό μας, θα σφαλιαρίζουμε το αχώνευτο παιδί μας. Εκεί όμως έχουμε φτάσει; Στην συνθηκολόγηση με το ακραίο ξέσπασμα; Στους λιθοβολισμούς, δημόσιους ή ιδιωτικούς; Στην λογική πως όταν μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, είμαι ικανός για όλα; Σιγά ρε τσίφτη. Πόσο απαίδευτος, πόσο ρηχός λαός είμαστε όταν κρυβόμαστε πίσω από κουκούλες κλειστών τοίχων ή κουκούλες από πανί για να εκβάλλουμε τα πρωτόγονα ένστικτά μας. Πότε, διάολε, ξεχάσαμε να συζητάμε, να διαφωνούμε λεκτικά, να σεβόμαστε την σωματική ακεραιότητα κάποιου που εκείνη την στιγμή βρίσκεται σε πιο αδύναμη θέση από εμάς; Ή μήπως δεν το ξεχάσαμε γιατί το αγνοούσαμε πάντα; Μήπως με πρόσχημα την καθημερινή τυραννία της οικονομικής αβεβαιότητας –ή με δικαιολογία αυτήν– δίνουμε διαστάσεις θριάμβου σε κάτι που ξέραμε πάντα; Δεν ξέρω. Στην ανθολόγηση του νεοέλληνα σηκώνω τα χέρια ψηλά. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ζούμε την εποχή της βίας.
Μια ματιά να ρίξεις στα στατιστικά της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, λόγου χάρη, και θα φρίξεις. Παράδειγμα. Τηλεφώνημα από ηλικιωμένη γυναίκα που περιγράφει το εξής: η κόρη της είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ο άντρας κακοποιεί τη σύζυγό του μπροστά στα παιδιά. Την βιάζει και την δέρνει. Τον τελευταίο καιρό ο γιος έχει αρχίσει και επιτίθεται σεξουαλικά στην αδελφή του. Η γιαγιά ζητάει βοήθεια. Από παντού. Πηγαίνει φυσικά και στην αστυνομία. Ωστόσο η μητέρα αρνείται ότι υφίσταται οποιαδήποτε μορφή βίας. Φοβάται τον άντρα της. Φοβάται να μιλήσει. Ισχυρίζεται ότι η γιαγιά έχει τρελαθεί κι ότι όλα όσα περιγράφει είναι αποκυήματα της φαντασίας της.
Δεν είναι μια ιστορία από το παρελθόν. Μήτε λαμβάνει χώρα σε κάποιο μακρινό μέρος. Είναι μια ιστορία στο τώρα, στην Ελλάδα του 2015. Και αυτή την ώρα, σε κείνο το σπίτι, η οικογένεια δεν τρώει χαρούμενα όλη μαζί και δεν βλέπει τηλεόραση, συζητώντας. Σε κείνο το σπίτι η άμμος και η ομίχλη έχουν θαμπώσει τα παράθυρα κι ο έξω κόσμος μοιάζει τόσο μακρινός. Όπως και σε ένα σωρό άλλα σπίτια. Τα στοιχεία είναι ανατριχιαστικά: Μία στις τέσσερις γυναίκες στην Ελλάδα, έχει ήδη ή πρόκειται να υποστεί ενδοοικογενειακή βία κατά τη διάρκεια της ζωής της. Και σύμφωνα με το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, η πλειοψηφία των κακοποιημένων γυναικών ανέφεραν ότι υφίστανται βία οποιασδήποτε μορφής επί δέκα έτη και άνω. Το 28% των γυναικών που είχαν υποστεί βία σε παρελθοντικές σχέσεις, παραµένουν θύµατα βίας στην παρούσα σχέση τους.
Το θέμα μας εδώ λοιπόν δεν είναι σε τι έφταιξε ο Βαρουφάκης και τριάντα αληταράδες του την έπεσαν, όπως το θέμα μας δεν είναι σε τι έφταιξε μια γυναίκα που ξυλοκοπείται στο σπίτι της. Το θέμα μας είναι αυτή η έφεση που μας διακρίνει στο να χάνουμε τον έλεγχο και να ασκούμε βία. Εάν τα ελληνικά γήπεδα έχουν γίνει πλέον απαγορευτικά, δεν φταίνε η Πολιτεία ή το θέαμα που προσφέρουν οι ποδοσφαιριστές, φταίει το άρρωστο ταμπεραμέντο μας, φταίει η αγένειά μας, η αυθάδειά μας, η αδυναμία μας να σεβαστούμε. Και εάν η ελληνική κοινωνία έχει γεμίσει από κουκούλες, αληθινές και αλληγορικές, δεν φταίνε οι ξένοι, δεν φταίνε τα μνημόνια. Φταίει η κοψιά μας, το θυμικό μας. Να σκορπίσεις πληγές σε αλλονών κορμιά επειδή νομίζεις ότι φταίνε όλοι οι άλλοι για τις πληγές σου.
www.iefimerida.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου