... 1 στις 3 γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή της θα αντιμετωπίσει σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της-1 στις 5 γυναίκες θα πέσει θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού-Δεν είσαι η Μόνη...Δεν είσαι Μόνη....-24ωρη Γραμμή SOS 15900- Συμβουλευτικό Κέντρο Υποστήριξης Γυναικών Θυμάτων Βίας Δήμου Θηβαίων

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

«Γυναίκες και αλκοόλ»: ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις στο ευρωπαϊκό βραχυκύκλωμα



Ο Γ. Ντάισελμπλουμ, ένας δεύτερης κατηγορίας πολιτικός, που είχε γράψει ψευδώς στο βιογραφικό του ότι είχε Μasters από το Πανεπιστήμιο του Cork, δήλωσε ότι οι Νότιοι έφαγαν τα λεφτά των Βορείων σε γυναίκες και αλκοόλ. Αλλά όπως έγραψε και η Σία Αναγνωστοπούλου, ποιες είναι αυτές οι γυναίκες;
Οι Eλληνίδες και Ισπανίδες μάνες, σύντροφοι και αδελφές, η κατηγορία που κρατάει την κοινωνία όρθια; Ή κάποιες γυναίκες ελευθερίων ηθών με τις οποίες έτρωγαν οι Νότιοι άντρες τα λεφτά των Βορείων; Οι γυναίκες; Δεν έχουν απόλαυση; Ο σεξισμός είναι μόνιμος σύντροφος του ρατσισμού. Στην Ολλανδία, ο Βίλντερς έχασε τις εκλογές αλλά βοήθησε στη δημιουργία ενός ακροδεξιού λόγου αποδεκτού από τμήμα ενός λαού που περηφανεύεται για την ανεκτικότητά του.
Σύμφωνα με μια βασική ψυχαναλυτική θέση «επιθυμία είναι η επιθυμία του άλλου». Επιθυμούμε την αναγνώριση των άλλων ελπίζοντας ότι έτσι θα βρούμε προσωρινή προστασία από τη θεμελιώδη έλλειψη που στοιχειώνει την ύπαρξη. Η διαλεκτική της επιθυμίας οργανώνεται μέσω δύο φαντασιακών μηχανισμών: του «ιδεώδους εγώ» (ideal ego) και του «ιδεατού εγώ» (ego ideal).
Το πρώτο οργανώνει το εγώ μας μέσα από τη φαντασιακή προβολή μιας ιδεατής ταυτότητας: ονειρεύομαι τον εαυτό μου πετυχημένο, έξυπνο, ωραίο, παρότι ξέρω ότι η αλήθεια είναι διαφορετική.
Αυτή η προβολή μού επιτρέπει να ξεχάσω αποτυχίες και να ουδετεροποιήσω αδυναμίες, να βάλω μάσκα πρίγκιπα πάνω στη μορφή βατράχου. Το «ιδεατό εγώ» είναι ακόμη πιο σημαντικό για την ψυχική ισορροπία: για να γίνω αντικείμενο επιθυμίας, προσπαθώ να δω τον εαυτό μου από τη σκοπιά του άλλου και να γίνω ή να πράξω αυτό που νομίζω ότι ο άλλος περιμένει από μένα.
Το πιο συνηθισμένο λάθος κάποιου που δίνει συνέντευξη για δουλειά είναι να προσπαθεί να φανταστεί τι άνθρωπο θέλει ο εργοδότης και να παρουσιάζει τον εαυτό του ανάλογα. Εχοντας βρεθεί και στις δύο πλευρές των χαρακωμάτων των συνεντεύξεων, μπορώ να πω ότι η προσπάθεια να μαντέψουμε τι θέλει ο άλλος είναι αναπόφευκτη και ταυτόχρονα καταδικασμένη σε αποτυχία. Αυτό ήταν μέχρι πρόσφατα το μοντέλο των ελληνικών ελίτ: θα εκσυγχρονιστούμε, θα γίνουμε όπως νομίζουμε ότι μας θέλουν οι Ευρωπαίοι.
Ο ρόλος του αγχωμένου εραστή έχει κυριαρχήσει στις διαπραγματεύσεις. Οι ελληνικές ελίτ έψαχναν απεγνωσμένα στο παρελθόν τις επιθυμίες των Ευρωπαίων. «Τι θέλει η Μέρκελ;» αγωνιούσαν, παραφράζοντας έτσι το περίφημο ερώτημα του Φρόιντ «τι θέλει η γυναίκα;». Αλλά η Μέρκελ είναι τόσο σαφής όσο η Πυθία. Αρχικά έδειχνε χρεοκοπία, μετά ήθελε να «σώσει» την Ελλάδα, πολλές φορές δεν φαίνεται να ξέρει ή δεν λέει τι θέλει.
Ετσι οι ελίτ που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους αγαπήσει η Μέρκελ βυθίζονταν στην αγωνία, τη ματαίωση του εγκαταλειμμένου εραστή και πολλαπλασίαζαν τις προσπάθειες να καταλάβουν και να πραγματώσουν την επιθυμία της.
Οπως ξέρουμε από την ψυχανάλυση, το ερώτημα «τι θέλει η γυναίκα;» κινεί την επιθυμία και όχι η (ανύπαρκτη) απάντηση. Η Μέρκελ θα κρύβει ή θα αλλάζει συνεχώς τις απαιτήσεις της κρατώντας τους Ελληνες στην κατάσταση του αιώνια υποψηφίου και αιτούντος. Ετσι η ενοχή εντείνεται, οι εναγώνιες αναζητήσεις αυξάνονται, η προσπάθεια συμμόρφωσης σ’ ένα άπιαστο ιδεώδες γίνεται βασανιστικά απολαυστική.
Αλλα και η ευρωπαϊκή πλευρά αντιμετωπίζει την Ελλάδα με μια διπλή φαντασίωση. Η αρχική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος χαρακτηρίστηκε από έναν υπόρρητο και αργότερα εκκωφαντικό ρατσισμό. Μετά τον πόλεμο, κανένας πολιτικός ή σχολιαστής δεν υποστήριξε ότι ολόκληρος ο γερμανικός λαός ήταν υπεύθυνος για τις βαρβαρότητες των ναζί. Αυτό όμως έγινε με τους Ελληνες.
«Είναι τεμπέληδες, ψεύτες, ανίκανοι» έλεγαν σε όλους τους τόνους οι ευρωπαϊκές ελίτ. Φτωχοί και πλούσιοι, μισθωτοί και φοροκλέφτες, εφοπλιστές και λοστρόμοι, όλοι φταίνε το ίδιο, μια ιδέα που εισήγαγε στην Ελλάδα ο Πάγκαλος παίζοντας τον ρόλο ντανταϊστή εισαγγελέα.
Η κ. Μέρκελ και ο κ. Ντάισελμπλουμ μιμούνται τον πάστορα στην ταινία «Λευκή κορδέλα» του Χάνεκε. Οσο περισσότερο υπάκουαν τα παιδιά του στις παράλογες εντολές του τόσο περισσότερο τα τιμωρούσε. Ετσι λειτουργεί το υπερεγώ, σκληρά, σαδιστικά, βίαια.
Οσο περισσότερο διαλύουν τα μνημόνια τον κοινωνικό ιστό τόσο περισσότερο πρέπει να τιμωρηθεί ο λαός. Αργότερα η απαξίωση έγινε οριενταλισμός μιας μορφής που κανένας δεν θα τολμούσε να απευθύνει σήμερα στην Ινδία ή την Αφρική.
Οι Ευρωπαίοι μάς είπαν ότι το μέλλον της Ελλάδας βρίσκεται στην εκμετάλλευση του ήλιου και της θάλασσας, στο ξεπούλημα των παραλιών και των λιμανιών, στην επεξεργασία των σκουπιδιών και στον τουρισμό.
«Προσπαθήστε λίγο ακόμη, Ελληνες», μας συμβουλεύουν, «για να γίνετε υπηρέτες και σερβιτόροι για τους γηράσκοντες Βορειοευρωπαίους». Η ταλαντούχα κ. Μέρκελ είναι η άπιαστη φαντασίωση και το βάναυσο υπερεγώ των ελληνικών ελίτ. Τώρα προστέθηκε και ο ατάλαντος κ. Ντάισελμπλουμ.
Η φαντασίωση του άλλου ως κατώτερου, παθητικού και αποτυχημένου έχει όμως και μια αντίστροφη «αισχρή» όψη, τον φθόνο για τις απολαύσεις του άλλου.
«Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άξεστοι και χρεοκοπημένοι Ελληνες να απολαμβάνουν τη ζωή περισσότερο από μας;» είναι η χαρακτηριστική της μορφή.
Ο ήλιος και η θάλασσα, οι «γυναίκες και το αλκοόλ», τα φαγητά και τα πανηγύρια «κλέβουν» την ευτυχία των δύστροπων Βορείων. Γι’ αυτό πρέπει να τιμωρηθούν, να γίνουν σαν κι αυτούς, να χάσουν την επιθυμία για μια ζωή που δεν συνάδει με την πειθαρχία του καπιταλισμού και την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος.
Οταν οι δεξιοί λένε ότι θα κάνουν την Ελλάδα μια «κανονική χώρα», απαντούν ξανά στο ερώτημα «τι θέλει η Μέρκελ;», φαντασιώνοντας ότι πρέπει η Λάρισα να γίνει σαν το Λεβερκούζεν μια βροχερή μέρα και οι Ελληνες πουριτανοί προτεστάντες.

Δύση ή Ανατολή;

Μια αντίστροφη ιδεοληψία χαρακτηρίζει τους Ελληνες που υποστηρίζουν ότι το κυρίαρχο πολιτισμικό μας δίλημμα είναι «Δύση η Ανατολή» και η απάντηση μονότονα η ίδια: «Εσπερία ή θάνατος» και για κάποιους «Εσπερία και θάνατος».
Το ερώτημα «Λωζάννη ή Κοζάνη;» αποπνέει την αναπαλαιωμένη οσμή ενός παρελθόντος υπαρξιακού άγχους. Και η «Ευρώπη» και η «Ανατολή» αποτελούν «φαντασιακές κοινότητες», δημιουργήματα της αποικιοκρατικής περιόδου και της «εκπολιτιστικής της αποστολής».
Στον ύστερο καπιταλισμό, η κοινωνική γεωγραφία έχει αλλάξει ριζικά. Η «Ανατολή» αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της «Δύσης» και βρίσκεται στην καρδιά κάθε ευρωπαϊκής μητρόπολης όπως και στην Αθήνα.
Οι εθνικές ταυτότητες έχουν γίνει ευκίνητες, εύπλαστες, οι πολιτισμικές προτεραιότητες προσαρμόστηκαν στις συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Τα αμερικανικά Big Macs γίνονται MacSouvlaki για τους Ελληνες.
Εξίσου, η παραδοσιακή μέριμνα της μεσογειακής οικογένειας προς τα αδύναμα μέλη της εισάγεται ως βήμα προόδου στο Μόναχο και το Μάντσεστερ όταν το κοινωνικό κράτος υποχωρεί ακολουθώντας την κατηγορική προσταγή της εποχής «ιδιωτικοποιήστε τα πάντα».
Η απάντηση της ψυχανάλυσης στην ατελέσφορη προσπάθεια ανεύρεσης της επιθυμίας του άλλου είναι να προσπαθήσουμε να ζήσουμε χωρίς τη Μεγάλη Αλλη. Ο άλλος, όπως κι εγώ, δεν έχει την απάντηση στο μυστήριο της επιθυμίας.
Η μόνη λύση είναι να εγκαταλείψουμε τη φαντασίωση της ολοκλήρωσης και να αποφασίσουμε ότι χωρίς τη Μεγάλη Αλλη θα βρούμε την πορεία μας.
* Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, καθηγητής Πολιτικής και Νομικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου

Δεν υπάρχουν σχόλια: